παρακινεῖν

παρακινεῖν
παρακινέω
move aside
pres inf act (attic epic doric)
παρακῑνεῖν , παρακινέω
move aside
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτείχισμα — το (Α ἐπιτείχισμα) [επιτειχίζω] οχύρωμα, αμυντικό έργο («εἰς τὸ ἐπιτείχισμα τὸ ἐν Ἐρετρίᾳ», Θουκ.) νεοελλ. τεχνικό έργο σε σιδηροδρομική γραμμή αρχ. 1. φραγμός, εμπόδιο, κώλυμα («ἐπιτείχισμα πρὸς τὸ μηδ’ ὁ τιοῡν παρακινεῑν», Δημοσθ.) 2. οτιδήποτε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”